- τεκνογονεῖν
- τεκνογονέωbear youngpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οικοδεσποτώ — οἰκοδεσποτῶ, έω (Α) [οικοδεσπότης] 1. είμαι ο κύριος τού σπιτιού, ο αρχηγός τής οικογένειας («βούλομαι οὖν νεωτέρας γαμεῑν, τεκνογονεῑν, oἰκοδεσποτεῑν», ΚΔ) 2. είμαι ο πλανήτης ο οποίος κυριαρχεί στον ζωδιακό κύκλο («τὰ δὲ ἀσύνθετα ζώδιά ἐστιν,… … Dictionary of Greek